- διπλάρωμα
- το [διπλαρώνω]το να διπλαρώνει κανείς κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλάρωμα — το το υστερόβουλο πλησίασμα, το πλεύρισμα: Το διπλάρωμά του ήταν ανυπόφορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)